- δίπτερος
- I
(dipterus). Γένος ψαριών της δεβονίου περιόδου του παλαιοζωικού αιώνα, το οποίο σήμερα έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των διπτεριδών. Απολιθώματά του έχουν βρεθεί στα δεβόνια στρώματα των πολιτειών Πενσιλβάνια, Μοντάνα και Αϊόβα των ΗΠΑ, καθώς και στη Σκοτία.Το γένος δ. περιλάμβανε τα είδη δ. ο πλατοκέφαλος, δ. ο μακρόπτερος κ.ά. Κοινά χαρακτηριστικά των ψαριών αυτών ήταν τα δύο ραχιαία πτερύγια στο πίσω μέρος του σώματος και το ρομβικό, παρασφηνοειδές οστό του κρανίου.II(Αρχιτ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Αναφέρεται στους ναούς που περιβάλλονταν από διπλή σειρά κολόνων. Τέτοιους κολοσσιαίους και μεγαλοπρεπείς ναούς έχτιζαν κυρίως οι Ίωνες της Μικράς Ασίας (ναός του Απόλλωνα στους Δίδυμους, κοντά στη Μίλητο, και ναός της Άρτεμης στην Έφεσο). Αν οι κολόνες διατάσσονταν σε μονή σειρά, αλλά η απόστασή τους από τους τοίχους του οικοδομήματος ήταν διπλάσια της κανονικής, τότε ο ναός ονομαζόταν ψευδοδίπτερος.* * *-η, -ο (Α δίπτερος, -ον)1. αυτός που έχει δύο φτερά, δύο πτέρυγες («δίπτερα έντομα»)2. «δίπτερος ναός» — ναός με δύο πτερά, με διπλή σειρά κιόνων και στις τέσσερεις πλευρές.
Dictionary of Greek. 2013.